- αμφιπληκτος
- ἀμφίπληκτοςἀμφί-πληκτος2отовсюду разбивающийся или плещущий, набегающий
(ῥόθια Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ῥόθια Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… … Dictionary of Greek
ἀμφιπλήκτοις — ἀμφίπληκτος beaten on both sides masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιπλήκτων — ἀμφίπληκτος beaten on both sides masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek